Ἀσκληπιός

Ἀσκληπιός
Ἀσκληπιός, [dialect] Dor. [suff] Ἀσκλᾱπιός, ,
A Asclepios, Il.2.731, h.Hom.16, etc.:— hence [full] Ἀσκληπιάδης, ου, , son of Asclepios, Il.4.204, al.: in pl., as a name for physicians, Thgn.432, Pl.R.405d: also [full] Ἀσκληπίδης, ου, , in pl., S.Ph.1333:—[full] Ἀσκληπιασταί, [dialect] Dor. [full] Ἀσκλᾱπ-, οἱ, guild of worshippers of A., IG2.617b, 12(1).162 ([place name] Rhodes), etc.:—[full] Ἀσκληπιεῖον, τό, temple of Asclepios, Plb.1.18.2, Str.17.3.14; -ίεια, τά, festival of A., Pl.Ion530a, IG2.741 Aa14, etc. (also [full] Ἀσκληπίδεια ib.5 (1).659 ([place name] Sparta)):—[full] Ἀσκληπιακός, ή, όν, Aristid.Or.47(23).58, Dam. Pr.95:—[full] Ἀσκληπιάδειος [στίχος], , metre employed by Ἀσκληπιάδης, POxy.220 xiv 9, Heph.10.3: also Ἀ., , physician of the school of Asclepiades, Gal.11.794. (Ἀσκληπιοῦ is for -ῐόο in Il.2.731.
D is said to have made it proparox. Ἀσκλήπιος, deriving it from ἤπιος, Plu.2.845b.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀσκληπιός — Asclepios masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκλήπιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ασκληπιός — I Θεραπευτής θεός, από τους σχετικά νεότερους της ελληνικής μυθολογίας. Παρά την έκταση που πήρε η λατρεία του στους χρόνους της κλασικής αρχαιότητας και αργότερα, o μύθος της θεϊκής υπόστασης του Α. αρχίζει να εμφανίζεται στους ομηρικούς… …   Dictionary of Greek

  • Ασκληπιός — ο ο θεός της ιατρικής και της υγείας στην αρχαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • АСКЛЕПИЙ —    • Άσκλήπιός, Άσκληπιός,          Aesculapius, греческий бог врачевания; по обыкновенному сказанию (Гесиод, Пиндар), сын Аполлона и Корониды, дочери царя лапифов Флегия. Аполлон, убив из ревности Корониду, отдал сына на воспитание кентавру… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀσκληπιοί — Ἀσκληπιός Asclepios masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιοῦ — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιούς — Ἀσκληπιός Asclepios masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιέ — Ἀσκληπιός Asclepios masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιῶν — Ἀσκληπιός Asclepios masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀσκληπιῷ — Ἀσκληπιός Asclepios masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”